- ίακχος
- (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο, τα μάτια σχετικά μεγάλα, τα πόδια και τα χέρια πενταδάχτυλα. Έχει απαλό και μακρύ τρίχωμα, κίτρινο στη μέση και λευκό στα άκρα των τριχών, με σκούρες ραβδώσεις στο πίσω μέρος της ράχης του και στην ουρά του. Ζει ομαδικά πάνω στα δέντρα –κυρίως στα δάση του Αμαζόνιου– τρώγοντας καρπούς, λάχανα, έντομα και κρέας. Εξημερώνεται δύσκολα, μετά όμως μπορεί να γίνει φίλος με τον άνθρωπο αλλά και με τα κατοικίδια ζώα. Το θηλυκό γεννάει 2-3 μικρά, τα οποία μετά τον θηλασμό συγκρατούνται με τα πόδια από το σώμα του πατέρα τους, ωσότου ενηλικιωθούν.
* * *ο (Α ἴακχος)νεοελλ.πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος τής Ν. Αμερικήςαρχ.1. ως κύριο όν. ο Ίακχοςα) μυστικό όνομα τού Διονύσου («Ἴακχε πολυτίμητε», Αριστοφ.)β) η τελετή προς τιμή τού Βάκχου («ὅταν ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον» — όταν οδηγούν τη βακχική πομπή, Πλούτ.)2. (και ως επίθ.) ύμνος που ψαλλόταν προς τιμήν τού Βάκχου (α. «οἱ φαίνεσθαι τήν φωνήν εἶναι τὸν μυστικόν ἴακχον», Ηρόδ.β. «ἴακχον ἴακχον ᾠδὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδίταν», Ευρ.)3. χορός4. (κατά τον τύραννο τής Σικελίας Διονύσιο) χοίρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαχή, ιάχω, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. τί-τθη), που αρχικά μαρτυρείται στην κλητική (Ίακχε), επίκληση τού Διονύσου στην Αθήνα και Ελευσίνα κυρίως κατά τα Λήναια. Η λ. δήλωνε επίσης και το ίδιο το τραγούδι τής γιορτής, ενώ από τον τύραννο Διονύσιο χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει τη σημ. «χοίρος» λόγω τής κραυγής τού ζώου. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. iacchus (πρβλ. ίακχος).ΠΑΡ. αρχ. ιάκχα, ιακχάζω, ιακχαίος, ιακχείον, ιακχιαστής.ΣΥΝΘ. αρχ. ιακχαγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.